- εξωπραγματικός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ο φανταστικός2. ο μη εφαρμόσιμος, ο ανεφάρμοστος, ο ανέφικτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωπραγματικός — ή, ό επίρρ. ά που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, μη ρεαλιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειρόπλαστος — η, ο (Μ ὀνειρόπλαστος, η, ον) αυτός που έχει πλαστεί στα όνειρα, στη φαντασία νεοελλ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, εξωπραγματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + πλαστός (< πλάθω)] … Dictionary of Greek